Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Η ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ «Μύρον ἐκκενωθὲν τὸ Ὄνομά σου!»

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Η ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
«Μύρον ἐκκενωθὲν τὸ Ὄνομά σου!» 
(ᾎσμα ᾈσμάτων α´, 3)

Λόγος τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
μὲ ἀφορμὴν τὴν ποιητικήν του σύνθεσιν, ἔχουσαν ὡς τίτλον:

«Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν»[1]

 

Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (νῆσος Νάξος 1749 - Ἅγιον Ὅρος 1809), κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Νωπογραφία («φρέσκο») ἀπὸ τὴν «Τράπεζα» τῆς Ἱ.Μ. Σταυροβουνίου, ἔργον τοῦ Ἐργαστηρίου Ἁγιογραφίας τῆς Μονῆς μας


Η

῾ αἰτία, ἡ ὁποία μὲ ἔκαμε νὰ συνθέσω τὰς Εὐχὰς αὐτὰς εἰς τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, ἀδελφοί, δὲν ἦτο ἄλλη, παρὰ διὰ νὰ σᾶς παρακινήσω εἰς τὸ νὰ μελετᾶτε συχνὰ τὸ σωτήριον καὶ γλυκύτατον καὶ χαροπάροχον καὶ πάντων τῶν καλῶν πρόξενον Ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδίαν καὶ μὲ τὸν νοῦν σας.


Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ συχνὴ μελέτη τοῦ σωτηρίου Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα οὐράνια, ὑπερφυσικὰ καὶ ἀνεκδιήγητα χαρίσματα, ὁποὺ ἔχει νὰ χαρίσῃ εἰς ἐσᾶς, τὰ ὁποῖα ἀναφέρουν ὁ ἅγιος Κάλλιστος ὁ Ξανθόπουλος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καὶ ὁ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, εἰς τὸ βιβλίον, ὁποὺ ὀνομάζεται Φιλοκαλία, ἐπιπροσθέτως, θὰ σᾶς ἀναβιβάσῃ ἀκόμη καὶ εἰς τὴν πλέον ὑψηλοτέραν ἀρετήν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεϊκὴ Ἀγάπη, καὶ θὰ προπαρασκευάσῃ τὴν καρδίαν σας ὥστε νὰ καταστῇ ναὸς καὶ κατοικητήριον τοῦ ἁγίου τούτου Ὀνόματος, τόσον ἐνόσῳ ζῆτε, ὅσον καὶ μετὰ θάνατον.

Καὶ ἂν ἀμφιβάλλετε γι᾽ αὐτὸ τὸ θαυμάσιο γεγονός, ἂς πάρετε μίαν μικρὰν γεῦσιν ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα τρία ὡραιότατα καὶ γλυκύτατα παραδείγματα, τῶν ὁποίων γλυκύτερα καὶ ὡραιότερα δὲν εὑρίσκονται εἰς ὅλας τὰς ἀπ’ αἰῶνος ἐκκλησιαστικὰς ἱστορίας!

* * *

Α Θεοπυρίκαυστος καρδία

τοῦ ὄντως Θεοφόρου
Ἁγίου Ἰγνατίου!

«Ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι·

πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ Ὕδατος ζῶντος» (ᾎσμα ᾎσμ. ε´, 8· δ´, 15)

πρωτον παράδειγμα ἂς εἶναι ὁ ὄντως Θεοφόρος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἐμελέτα συχνὰ εἰς τὴν καρδίαν του τὸ γαλακτομελίρρυτον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσον ἄναπτεν ἡ ψυχή του καὶ ὅλα τὰ ἐντός του εἰς τὴν θεϊκὴν ἀγάπην καὶ τὸν θεῖον ἔρωτα, ὁποὺ ἐγίνετο ὡσὰν ἔξω τοῦ ἑαυτοῦ του ὅλος! Καὶ διὰ τοῦτο, ἄλλοτε μὲν ἐφώναζε: «Δὲν ὑπάρχει μέσα εἰς ἐμένα καμμία φωτιὰ καὶ καμμία ἐπιθυμία, ποὺ νὰ ἀγαπᾷ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου εὑρίσκεται ἕνα Θεϊκὸν Νερόν, ὁποὺ πάντοτε ἀναβρύζει καὶ πάντοτε ἀναβράζει ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα. Κι αὐτὸ τὸ Πνευματικὸ Νερόν, ποὺ εἶναι μέσα μου, φωνάζει συνεχῶς καὶ μοῦ λέγει· “τί κάθησαι ἐδῶ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον; Ἔλα νὰ ὑπάγωμεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα”. Καὶ ἐγὼ δὲν γλυκαίνομαι πλέον οὔτε εἰς τὰ φθαρτὰ φαγητά, οὔτε εἰς τὰς ἡδονὰς τῆς παρούσης ζωῆς, ἀλλὰ θέλω καὶ ἐπιθυμῶ διακαῶς τὸ Νερὸν τῆς Ζωῆς, καὶ τὸ Νερὸν τὸ Ἀθάνατον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ παντοτινὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος».


Ἄλλοτε δὲ πάλιν ὁ ἴδιος θεοφόρος ἅγιος Ἰγνάτιος ἔλεγεν:
«Ὁ ἐδικός μου Ἔρωτας ἐσταυρώθη, ἡ ἐδική μου Ἀγάπη ἀπέθανεν (ὀνομάζωντας ἔτσι τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν)».

Τέτοια λόγια τὸν ἐπαρακίνει νὰ λέγῃ ἡ ἄσβεστος ἐκείνη φλόγα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἄναπτε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του! Καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν ἐμαρτύρησεν εἰς τὴν ῾Ρώμην, ὅλα μὲν τὰ ἄλλα του μέλη καὶ τὰς σάρκας τὰ κατέφαγον οἱ λέοντες, τὴν δὲ ἁγίαν του καρδίαν δὲν ἀπετόλμησαν νὰ φάγουν, ἀλλὰ τὴν ἀφῆκαν ἀκεραίαν! Τὴν ὁποίαν, παίρνοντές την οἱ στρατιῶται καὶ ἀσεβεῖς, καὶ σχίζοντές την εἰς τὰ δύο, ὢ τοῦ θαύματος! Εὑρῆκαν γεγραμμένα μὲ χρυσᾶ γράμματα, εἰς μὲν τὸ ἕνα μέρος τῆς καρδίας ΙΗΣΟΥΣ, εἰς δὲ τὸ ἄλλο μέρος ΧΡΙΣΤΟΣ.

* * *

Β ἀσωτότατος ποὺ ἔγινε ὁσιώτατος!

«Ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν»
(ᾎσμα ᾎσμ. η´, 7)


Δευτερον
παράδειγμα ἂς εἶναι ὁ ὅσιος Ἰουλιανός, ὁ ὁποῖος ἦτον πρότερον ἕνας ἀσωτότατος ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὕστερον ἔγινε μέγας ἀσκητὴς καὶ Ὁσιώτατος. Οὗτος λοιπόν, κοντὰ εἰς τὰς ἄλλας ἀρετὰς ποὺ τὸν ἐκοσμοῦσαν, εἶχεν ἐπιπροσθέτως καὶ μίαν ὑπερβολικὴν ἀγάπην εἰς τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἄναπτεν ἡ καρδία του ἀπὸ ἔνθεον ἔρωτα. Ὑπὸ τοῦ ὁποίου τούτου ἔρωτος παρακινούμενος ὁ μακάριος, ἐκεῖ ὅπου συναντοῦσε μέσα εἰς τὰ βιβλία τὰ ὁποῖα ἀνεγίνωσκε, γεγραμμένον τὸ Ὄνομα Ἰησοῦς, ἢ Χριστός, ἢ Σωτήρ, ἢ Θεός, ἔκλαιε παρευθύς, καὶ βγάζοντας δάκρυα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του, κατέβρεχε τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ χαρτιοῦ, ὅπου ἦσαν γεγραμμένα τὰ ὡς ἄνω θεῖα Ὀνόματα. Τόσον πολύ μάλιστα ἔκλαιγε, ὥστε ἔσβυναν καὶ ἐχαλοῦσαν τελείως τὰ γράμματα εἰς τὸ χαρτί. Βλέποντας δὲ ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας τὰ βιβλία ἔτσι χαλασμένα εἰς ἐκεῖνα τὰ συγκεκριμένα σημεῖα, ἠρώτησεν αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει: «Ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου χαλᾷ ἐδῶ τὰ βιβλία;». Ὁ δὲ ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν καὶ εἶπε: «Δὲν θέλω νὰ κρύψω ἀπὸ ἐσένα τίποτε, πάτερ. Ἡ πόρνη, ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὸν Σωτήρά μας Χριστόν, ἔβρεξε τοὺς πόδας του μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ τοὺς ἐσφόγγισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της, καὶ ἔτσι ἔλαβε παρ’ Αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν της. Καὶ ἐγώ, ὅταν κάμνω ἀνάγνωσιν εἰς τὰ βιβλία, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκω γεγραμμένον τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μου, τὸ βρέχω μὲ τὰ δάκρυά μου, διὰ νὰ λάβω παρ’ Αὐτοῦ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μου»! Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας χαριέντως τοῦ λέγει: «Ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, καὶ δέχεται τὴν προαίρεσίν σου, ὅμως τὰ βιβλία παρακαλῶ σε νὰ μὴν τὰ χαλᾷς». Ὁ δὲ Ἰουλιανὸς τοῦ ἀπεκρίθη καὶ πάλιν: «Πίστευσόν μοι, ὅτι ἐὰν δὲν κλαύσω ἔτσι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου, δὲν ἠμπορεῖ νὰ δροσισθῇ ἡ καρδία μου ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς θείας ἀγάπης, ὁποὺ ἀνάπτει καὶ καίει ἐντός μου».

Ταῦτα διηγεῖται ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας καὶ εἶναι καταγραμμένα εἰς τὴν Συλλογὴν Ἰωάννου Πατριάρχου Ἀντιοχείας, ἐν τῇ πρώτῃ ὑποθέσει τῇ «περὶ θανάτου καὶ τῶν ἐκεῖ δικαιωτηρίων», ἐν χειρογράφοις σῳζομένῃ.

* * *

Γ ἔνθεος Λαργάτης, ἔνθερμος ἐργάτης
τῆς ἀκαταπαύστου προσευχῆς!

«Ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος Ἀγάπη» (ᾎσμα ᾎσμ. η´, 6)


Τριτον
παράδειγμα ἂς εἶναι ὁ χαριτωμένος καὶ θεοφιλὴς Χριστιανός, ὁ ὀνομαζόμενος Λαργάτης. Διὰ τὸν ὁποῖον ἀναγινώσκομεν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἱστορίας, ὅτι εἶχε ἀμέτρητον ἀγάπην εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ πάντοτε δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ μελετᾷ μὲ ὑπερβολικὸν πόθον τὸ γλυκύτατον καὶ πολυτιμολιθομαργαρόχρυσον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του.

Οὗτος λοιπὸν ὁ τρισμακάριστος ἄνθρωπος, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν ἄσβεστον φλόγα τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπης, ἀποφάσισε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ προσκυνήσῃ μὲ ἄκραν εὐλάβειαν τὸν ἅγιον καὶ ζωοποιὸν Τάφον τοῦ ἠγαπημένου του Ἰησοῦ, καὶ μὲ τὴν προσκύνησιν αὐτὴν νὰ δροσίσῃ ὀλίγόν τι τὴν κάμινον τῆς εἰς Αὐτὸν ἀγάπης του. Ὅθεν ἔφθασεν ἐκεῖ μὲ πολλὴν δίψαν, καὶ ἀγκαλιάζοντας τὸν Θεοδόχον Τάφον τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ καταφιλῶντας αὐτὸν πυκνὰ-πυκνὰ, μὲ δάκρυα πολλὰ καὶ ἀναστεναγμούς, τόσον ἐχάρη, ὁποὺ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικήν του χαρὰν ἔμεινε ξεψυχισμένος! Οἱ δὲ σύντροφοί του, βλέποντες τοιοῦτον θαυμαστὸν καὶ παράδοξον θέαμα, καὶ θέλοντες νὰ μάθουν διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἴσως νὰ ἀπέθανε, τὸν ἔσχισαν καί, ὢ τοῦ θαύματος! Εὑρῆκαν γεγραμμένα εἰς τὴν καρδίαν του ταῦτα τὰ ἐρωτικὰ καὶ θεῖα λόγια: «ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΓΛΥΚΕΙΑ ΑΓΑΠΗ».


Καὶ ἐκ τούτου ἔγινεν εἰς αὐτοὺς φανερόν, πόσην σφιγκτὴν ἀγάπην καὶ ἕνωσιν εἶχε μὲ τὸν Χριστὸν ἡ τετρωμένη ἐκείνη καὶ μακαρία ψυχή του, ὁποὺ κάλλιον ἐπρόκρινε νὰ τὴν χωρήσῃ βιαίως ἀπὸ τὸ σῶμα ὁ θάνατος, παρὰ νὰ χωρισθῇ πλέον αὐτὴ θεληματικῶς ἀπὸ τὸν πανάγιον Τάφον τοῦ τόσον ἐρωμένου της Νυμφίου Χριστοῦ! Καὶ πὼς τόσον ἐχάρη, καὶ τόσον εὐχαριστήθη, διότι ἠξιώθη νὰ ἀπολαύσῃ τὸ πανίερον Μνῆμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐδέχθη μέσα του τὸν ἠγαπημένον Ἰησοῦν, εἰς τρόπον ὥστε ἡ φύσις καὶ ἡ καρδία μὴ δυναμένη νὰ χωρέσῃ τὴν τόσην ὑπερβολικὴν εὐχαρίστησιν καὶ χαράν, ἔκαμε ὥστε νὰ πετάξῃ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Οὐράνια, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ ἐκεῖ τὴν τελείαν ἀγάπην καὶ χαρὰν μὲ τὴν ἄμεσον ἕνωσιν μετὰ τοῦ ἠγαπημένου Χριστοῦ της.

(Διασκευὴ ὑπὸ τῆς Μονῆς μας, ἀπὸ τὸ βιβλίο· «Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἀόρατος Πόλεμος», ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, Ἀθῆναι 1965, σσ. 263-265).


Πηγή: O ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, Απρίλιος 2016, 'Αρ. τεύχους 122-131, Περιοδικὴ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου.



[1] Οἱ ὑπέροχοι αὐτοὶ «Χαιρετιστήριοι Οἶκοι» εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν περιλαμβάνονται εἰς τὸν τόμον «ΥΜΝΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟ ΧΑΡΜΟΣΥΝΟΝ, ἤγουν χαιρετιστήριοι οἶκοι εἰς Ἁγίους καὶ Ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας» (σελ. 633-649), τὸν ὁποῖον ἐξέδωσε καὶ ἐκυκλοφόρησε ἡ Μονή μας, ἐν ἔτει 1996, μὲ πρόλογο ὑπὸ τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου μας Κιτίου κ. Χρυσοστόμου καὶ μὲ εἰσαγωγὴ ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ἰωάννου Φουντούλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου