Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Κοντάκιο Β΄.

του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Σκίτσο: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)

Ὅπως σὲ ὅλους τοὺς ὕμνους τῆς ἐποχῆς μέχρι τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα, ἔτσι καὶ στὸ κοντάκιο ὁ μελῳδὸς συλλαμβάνει ταυτόχρονα καὶ τὸ ποιητικὸ κείμενο, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα ἔχουμε τὴν πρώτη γραφὴ στὴν ψαλτικὴ τέχνη, ὁπόταν ξεχωρίζει πλέον ὁ ρόλος τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ μελοποιοῦ.

Ἡ ὀνομασία Κοντάκιο ὀφείλεται μᾶλλον στὸ κοντὸ ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο τυλισσόταν ἡ μεμβράνη, πάνω στὴν ὁποία ἦταν γραμμένος ὁ ὕμνος[1]. Μιὰ ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς προέλευσης τοῦ ὅρου κοντάκιο εἶναι ὅτι ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸν «κοντόν», ποὺ σημαίνει σύνοψη, ἐπιτομή, βράχυνση[2]. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τὰ κοντάκια εἶχαν περικοπῆ καὶ ἔμεινε μόνο τὸ προοίμιο καὶ ὁ πρῶτος οἶκος[3].

(συνεχίζεται)

[1] Βλ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου (ἀρχιμ.), Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, ἔκδ. Ἱεροῦ ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζῆνα 1968, σ. 20.

[2] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ ὁρολογία, Ἀθῆνα 1957, σσ. 4-8.

[3] Π. Χρήστου, Ἡ γένεση τοῦ Κοντακίου, Ὑμνογραφικά, σ. 139. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, «ὠνόμασεν οὖν τὸ πρῶτον κοντάκιον διὰ τὸ τοῦ χάρτου κοντάκιον, ὅπερ ἡ Θεοτόκος τούτῳ ἐψώμισεν, ὑφ’ οὗ καὶ τὴν χάριν ἐδέξατο». Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς Ὀκτωήχου, (ὑπὸ Κυρίλλου Ἀθανασιάδου), Ἱεροσόλυμα 1862, σ. 128.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου