Ὅπως σὲ ὅλους τοὺς ὕμνους τῆς ἐποχῆς
μέχρι τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα, ἔτσι καὶ στὸ κοντάκιο ὁ μελῳδὸς
συλλαμβάνει ταυτόχρονα καὶ τὸ ποιητικὸ κείμενο, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία. Ἀπὸ τὰ
μέσα τοῦ 10ου αἰώνα ἔχουμε τὴν πρώτη γραφὴ στὴν ψαλτικὴ τέχνη, ὁπόταν
ξεχωρίζει πλέον ὁ ρόλος τοῦ ποιητῆ καὶ τοῦ μελοποιοῦ.
Ἡ ὀνομασία Κοντάκιο ὀφείλεται μᾶλλον
στὸ κοντὸ ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο τυλισσόταν ἡ μεμβράνη, πάνω στὴν ὁποία ἦταν
γραμμένος ὁ ὕμνος[1]. Μιὰ ἄλλη
ἐκδοχὴ τῆς προέλευσης τοῦ ὅρου κοντάκιο εἶναι ὅτι ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸν
«κοντόν», ποὺ σημαίνει σύνοψη, ἐπιτομή, βράχυνση[2].
Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τὰ κοντάκια εἶχαν περικοπῆ καὶ ἔμεινε μόνο τὸ προοίμιο καὶ ὁ
πρῶτος οἶκος[3].
[1] Βλ. Ἐπιφανίου Ἰ.
Θεοδωροπούλου (ἀρχιμ.), Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος
μετὰ ἑρμηνείας, ἔκδ. Ἱεροῦ ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, Τροιζῆνα
1968, σ. 20.
[2] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ ὁρολογία, Ἀθῆνα 1957, σσ. 4-8.
[3] Π. Χρήστου, Ἡ γένεση τοῦ Κοντακίου, Ὑμνογραφικά, σ. 139. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, «ὠνόμασεν οὖν τὸ πρῶτον κοντάκιον διὰ τὸ τοῦ χάρτου κοντάκιον, ὅπερ ἡ Θεοτόκος τούτῳ ἐψώμισεν, ὑφ’ οὗ καὶ τὴν χάριν ἐδέξατο». Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς Ὀκτωήχου, (ὑπὸ Κυρίλλου Ἀθανασιάδου), Ἱεροσόλυμα 1862, σ. 128.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου