ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου[1]
— * —
Μιὰ φορὰ εἶχε ἔρθει στὸ καλύβι, διηγεῖται ὁ Γέροντας Παΐσιος, ἕνα νέο παιδὶ ἀπελπισμένο, γιατὶ ἔπεφτε σὲ σαρκικὴ ἁμαρτία καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος. Εἶχε πάει σὲ δύο πνευματικούς, ποὺ προσπάθησαν μὲ αὐστηρὸ τρόπο νὰ τὸ βοηθήσουν νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι βαρὺ αὐτὸ ποὺ κάνει. Τὸ παιδὶ ἀπελπίσθηκε. «Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταματήσω νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ διορθωθῶ, θὰ κόψω κάθε σχέση μου μὲ τὸ Θεό». Ὅταν ἄκουσα τὸ πρόβλημά του, τὸ πόνεσα τὸ καημένο καὶ τοῦ εἶπα: «Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτὲ νὰ μὴ ξεκινᾶς τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μπορεῖς νὰ κάνεις.
— * —
(συνεχίζεται)
Ἀπὸ τὸ περιοδικό τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυροβουνίου «Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ».