Κηρύττοντας
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ
[ἔργο χαρακτικῆς τέχνης (῾῾γκραβούρα᾽᾽), 1901]
Ὑπαίθρια
προσευχὴ καὶ κήρυγμα,
παρὰ τὸν ποταμὸ Βόλγα
Συνθέτουν
κι αὐτά, δηλαδὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα,
ἕνα ἰδικό τους ὀργανωμένο βασίλειο, τὸ
βασίλειο τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο μ᾽ ἕναν ἰδιαίτερα ἔμπειρο,
πανοῦργο, καλογυμνασμένο καὶ πανίσχυρο στρατό, ἀφοῦ πρῶτα μελέτησαν ὅλα τὰ πάθη
καὶ τὶς ῥοπές τοῦ ἀνθρώπου. Στὸν πόλεμο αὐτὸν κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν᾽ ἀγωνισθῇ
ἀπὸ μόνος του. Οἱ μεγάλες, μὴ ὀρθόδοξες “κοινότητες”,
δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, ἀφοῦ εἶναι ἀποκομμένες ἀπὸ τὴν Κεφαλή, τὸν
θεάνθρωπο Χριστό. Δὲν μποροῦν οἱ αἱρετικοὶ νὰ νικήσουν αὐτοὺς τοὺς παμπόνηρους
καὶ ἄγρυπνους ἐχθρούς, ποὺ εἶναι πανεπιστήμονες σ᾽αὐτὸ τὸν πόλεμο.
(συνεχίζεται)
— * —
Ἀπὸ τὸ περιοδικό τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυροβουνίου «Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ».