Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ



ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ

Περιοδικό "ΟΡΘΟΔΟΞΗ Μαρτυρια"
Τεύχος Α΄

            Είναι κάποιοι τόποι, που, η επίσκεψη σ’ αυτούς, δημιουργεί ένα σταθμό στη ζωή σου.  Ο Άθως με την μοναστηριακή πολιτεία του ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία.  Περίφημος για το πνευματικό κάλλος που αποπνέουν, αιώνες τώρα, τα μοναστήρια και ασκητήριά του, τα όρη του, τα σπήλαια και οι οπές της γης του· περίφημος και για τη φυσική του ομορφιά, τα δάση του, τις καλλίγραμμες βουνοκορφές του.  Ένα προσκύνημα στον άγιο τούτο τόπο δεν σ’ αφήνει στη ψυχή ανεπηρέαστο.  Επιστρέφεις στον κόσμο πιο καθαρός, πιο εξαγνισμένος, με νέα κριτήρια ζωής και νέους προσανατολισμούς.          
            Ήταν ένα δροσερό πρωινό τη μέρα που ξεκινήσαμε από την Ουρανούπολη,  την τελευταία κοσμική πολιτεία στα όρια της Αθωνικής χερσονήσου.  Το πλοιαράκι της γραμμής έσκιζε τα βαθειά νερά του Αγιορειτικού Κόλπου και κατευθυνόταν στην Δάφνη, το κεντρικό λιμανάκι.  Περάσαμε μπροστά από καστροτειχισμένα βυζαντινά μοναστήρια, καταπράσινα βουνά, άγρια βράχια, που ρίχνονταν κάθετα στη θάλασσα.  Στο βάθος, μακριά, στην άκρη της χερσονήσου, πρόβαλλε θεόρατος, πανύψηλος, ο τιτάνιος κώνος του Άθωνα.  Λίγα βουνά θα συναντήσεις που να χουν την ομορφιά του Άθωνα, την αρρενωπή μεγαλοπρέπειά του.  Έβλεπες τις πλαγιές του να ρίχνονται σχεδόν κάθετα στη βαθειά γαλάζια θάλασσα και σ’ έπιανε ίλιγγος.  Θεόρατοι γκρεμοί, αβυσσαλέες χαράδρες, ανεμόδαρτες κορυφές, που το χειμώνα τις κτυπούν με λύσσα οι κεραυνοί, βραχώδεις πλαγιές, που μόνο οι αετοί μπορούν να πλησιάσουν.  Οι τρανοί αγέρηδες, που φυσούν απ’ τις πλαγιές του, ξεσηκώνουν τρικυμίες σαν κι αυτή, που κατεπόντισε τον περσικό στόλο σ’ εκείνα τα νερά, στους χρόνους του Δαρείου.         
            Δάφνη, Καρυές, τα δυο κέντρα της Αθωνικής πολιτείας, που θα πρωτοεπισκεφθεί ο ξένος για να αποβιβαστεί και να εξασφαλίσει άδεια παραμονής.  Πρωτεύουσα του Αγίου Όρους λένε τις Καρυές.  Όμως, δεν μοιάζει με καμμιά από τις υπόλοιπες πρωτεύουσες του κόσμου.  Μοναστηριακά οικήματα, εκκλησίες με ψηλούς τρούλλους και καμπαναριά, κάτι λίγα καταστήματα για τις προμήθειες των μοναχών και την πώληση των εργοχείρων τους, η πολιτική και αστυνομική Διοίκηση, η Ιερά Επιστασία και ο περίφημος ναός του Πρωτάτου, να! Τι συνθέτει το σκηνικό των Καρυών.  Πιο πάνω, δασωμένες βουνοπλαγιές στεφανώνουν την απόκοσμη τούτη πολίχνη, πλαγιές χλωροπράσινες, δροσερές, που γεμίζουν την ψυχή σου ευφροσύνη, σωστό χάρμα οφθαλμών.           
            Όπου να πάς στο Όρος, συναντάς μιαν απέραντη γαλήνη, μια βαθειά σιωπή.  Εδώ δεν έχεις τους απελπιστικούς θορύβους των σημερινών πόλεων.  Εδώ βασιλεύει απόλυτη ησυχία.  Πόσο, αλήθεια, το χρειάζεται αυτό ο σημερινός άνθρωπος, που ζει διαρκώς μέσα στο άγχος, στο θόρυβο και στην κίνηση! «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί Κύριος», λέγει κάπου η Γραφή.  Και πράγματι!  Αν δεν αφήσουμε το νου μας για λίγο ελεύθερο, απερίσπαστο από τις μέριμνες και τις κοσμικές φροντίδες, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε το Θεό.  Χρειάζεται να «σχολάσωμεν» για λίγο.  Όταν κανείς ζήσει μερικές μέρες σ’ αυτό τον ήσυχο μοναστηριακό τόπο, μακριά από την ένταση της βιοπάλης, τότε καταλαβαίνει το νόημα της «ησυχίας», που τόσο ύμνησαν οι μοναχικοί και ασκητικοί πατέρες.  Στο θόρυβο του κόσμου είναι δύσκολο να βρείς το Θεο.  Εδώ, Τον συναντάς σε κάθε σου βήμα.  Εδώ περιορίζεις την εξωστρέφειά σου και συμμαζεύεις το νού σου στο «ταμείον» σου.  Τότε η ψυχή σου αρχίζει να επανευρίσκει τον άγνωστο εαυτό της κι η καρδία σου αρχίζει να διαισθάνεται την εντός ημών βασιλείαν του Θεού.  Ακόμα και η άψυχη φύση, που σε περιβάλλει, αρχίζει να αποκτά ένα καινούριο, πνευματικό νόημα.  Καταλαμβαίνεις τότε πόσο πολύφθογγη είναι η σιωπή, που βασιλεύει τριγύρω σου:  Όλα αρχίζουν να σου μιλούν για το Θεό.  Αρχίζεις να προσέχεις ακόμη και τα πιο ταπεινά λουλουδάκια και να στέκεσαι εκστατικός μπροστά στην ομορφιά τους.  Τα δέντρα, οι θάμνοι, τα πουλιά που τραγουδούν, τα χλωμοπράσινα δάση, τα ρυάκια κι οι βρύσες, ακόμα και οι αγριόβατοι και τα βράχια και το κύμα που κτυπά τα βράχια, όλα αρχίζουν να αποκτούν μιάν ασυνήθιστη ομορφιά, που πριν δεν είχες προσέξει.  Όλα, το καθένα με τη δική του φωνή, σε βεβαιώνουν για την παρουσία Εκείνου, που εδημιούργησε τα πάντα «καλά λίαν».  Στο φόντο, όπου και να πας, πάντα ο Άθως, αγέρωχος, εκτεινόμενος συνεχώς προς τα άνω: Σύμβολο μιας ατέρμονης πορείας προ του κόσμο τ’ ουρανού. 
           
            Ήταν σχεδόν βράδυ.  Βρεθήκαμε σ’ ένα «Κελλίον» κοντά στις Καρυές.  Ο ήλιος έιχεν ήδη βασιλέψει και το σούρουπο άρχισε να απλώνει παντού τη σκοτεινιά του.  Οι γειτονικές βουνοπλαγιές άρχισαν να σβήνουν, να χάνονται στο μισοσκόταδο, να γίνονται ένα με τον ουρανό.  Ξύπνησε ο κόσμος της νύχτας:  Ο ουρανός γέμισε αναρίθμητα αστέρια, που διαλαλούσαν σιωπηλά τη δόξα του Θεού.  Νυχτοπούλια άρχισαν το μονότονο και μελαγχολικό τραγούδι τους.  Οι αδελφοί της Μονής άρχισαν να αποσύρονται στα κελιά τους για την ολονύκτια επικοινωνία με το Θεό.  Κάτι ψιθύρισε ο φίλος μου και συνήλθα από την ονειροπόλησή μου.  «Τοίς ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις», επανέλαβε σιγά και αργά, ατενίζοντας τις μαυροφορεμένες σιλουέττες, που χάνονταν στα σκοτάδια των κελιών.      
            Είχε βραδιάσει πια για καλά.  Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο, κατακόκκινο, αργόβγαινε μέσα από τα νερά του Αιγαίου, και το καθρέφτισμα του στα ακίνητα νερά της θάλασσας έμοιαζε με τεράστιο πίνακα ζωγραφικής, ανείπωτης ομορφιάς.  Ο Άθως τυλίχτηκε σ’ ένα γλυκό ημίφως κι οι κορυφογραμμές του ξανάρχισαν να διαγράφονται πιο καθαρά.  Οι μοναχοί είχαν πια αποσυρθεί για την νυχτερινή κατά μόνας προσευχή τους.  Μόνο ο μοναχός Ι. έμεινε για λίγο ακόμη μαζί μας.           
            - Πάτερ, τόλμησα να διακόψω τη σιωπή, πέστε μας δυό λόγια για την εδώ ζωή σας, για τον αγώνα και το ιδεώδες του μοναχισμού.      
            - «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν», απάντησεν εκείνος, ύστερα από λίγη ώρα σιωπής.  Δεν χρειάζονται πολλά – συνέχισε – για να περιγράψει κανείς το ιδεώδες του μοναχού.  Εμείς εδώ δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, δεν έχουμε δική μας θέληση, ούτε ατομικές απαιτήσεις.  Σκλαβώσαμε την ελευθερία μας στην υπακοή, για να βρούμε την αληθινή ελευθερία.  Γίναμε ακτήμονες, αγκαλιάσαμε την εκούσια φτώχεια, για να αποκτήσουμε πρωτόφαντο πλούτο.  Σταυρώσαμε τη σάρκα και τις επιθυμίες της, για να ζήσουμε αγγελικά την πρόσκαιρη αυτή ζωή.  Η ζωή μας είναι όλη δοσμένη στο Θεό, τη δόξα Του επιζητούμε σε κάθε μας πράξη: «Είτε εσθίομεν, είτε πίνομεν, είτε τι ποιούμεν, πάντα εις δόξαν Θεού ποιούμεν».  Με προσευχή και νηστεία περνούμε τη ζωή μας.  Κλαίμε τις αμαρτίες μας σαν τον τελώνη, αλλά συγχρόνως «χαίρομεν χαρά ανεκλαλήτω και δοδοξασμένη».  Σταυρωθήκαμε πια για τον κόσμο κι ο κόσμος πέθανε πια για μας.  Στραφήκαμε προς τα ένδον, για να γνωρίσουμε τον άγνωστο εαυτό μας και, συγχρόνως, να ανακαλύψουμε την εντός ημών βασιλείαν του Θεού.  Η Μάρθα, η οποία «περιεσπάτο περι πολλήν διακονίαν» δεν αποτελεί το πρότυπο μας. Τη Μαρία εμείς ακολουθούμε, «ή και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε των λόγων αυτού».  Μήπως δεν ήταν αυτή που εμακαρίσθη από τον Κύριο; Μάρθες έχει πολλές η Χριστιανοσύνη.  Οι Μαρίες όμως είναι πάντα λίγες: Ψυχές θεοφιλείς, ψυχές μυστικές, που ατενίζουν διαρκώς τον ουρανό.  Ψυχές, που κατεβάζουν τις αγγελικές πολιτείες τ’ ουρανού στη γη.  Ψυχές που δεν πίστεψαν στην γήινη πατρίδα, που δεν θαμπώθηκαν από τις φαντακτερές, μα κούφιες εκδηλώσεις της κοσμικής ζωής.  Ψυχές, που δεν λάτρεψαν τα είδωλα του κόσμου τούτου, που δεν εκστασιάστηκαν μπροστά στις επιτεύξεις του πολιτισμού.  Ψυχές, που δεν αγάπησαν τον εαυτό τους «έως θανάτου», ψυχές που μίσησαν την πρόσκαιρη δόξα των ανθρώπων.  Μας λένε αρνητές της ζωής.  Μα πόση προκατάληψη κρύβει η κατηγορία αυτή!..  Ο μοναχός, αγαπητοί μου, πράγματι, αρνείται εντελώς το σαρκικόν και υλικόν φρόνημα.  Μα η άρνηση αυτή είναι ένα μέσον για απόκτηση του άφθαρτου.  Επομένως, ο μοναχισμός, σαν αναζήτηση του υπεραισθητού, του αιώνιου, του αληθινού, όχι μόνο δεν είναι άρνηση, αλλά, μπορεί να πει κανείς, είναι η καθ’ υπερβολήν «θεσις».  Ο μοναχός, με τους «εκ βαθέων» στεναγμούς του και τις θερμές του ικεσίες, γίνεται δέκτης της  Θείας Χάριτος, φορεύς του θείου ελέους, επίγειον χερουβείμ, που ανάπαυση δεν έχει ημέρα και νύχτα από τη δοξολογία του Θεού. 
            Ο μοναχός Ι. σταμάτησε για λίγο.  Φαινόταν συνεπαρμένος.  Μείναμε όλοι για λίγα λεπτά σιωπηλοί ατενίζοντας το μαγευτικό καθρέφτισμα του φεγγαριού στο Αιγαίο.  Δυό – τρία κατάλευκα συννεφάκια είχαν εν τω μεταξύ καθίσει στη κορυφή του Άθωνα κάνοντας τον να μοιάζει σαν το όρος της Μεταμορφώσεως.     
            - Κοιτάξτε τον Άθωνα – συνέχισε ο πατήρ Ι.  Το σχήμα του, το απότομο τίναγμα του στα ύψη.  Τα πάντα του σου υπενθυμίζουνε την άνοδο.  Η ζωή του μοναχού, αγαπητοί μου, είναι μια ατέρμονη πορεία προς τα άνω.           
            Στην ανάβαση αυτή δεν υπάρχει ανάπαυση.  Όταν στο πέταγμα της αυτό η ψυχή συναντήσει το Θεό, μεθάει κυριολεκτικά από θείον έρωτα, η αγάπη της γίνεται ακόρεστος.  Ο Θεός αποκαλύπτεται μυστικά στο πλάσμα Του, συνομιλεί μαζί του «ενώπιος ενωπίω», κατεργάζεται σ’ αυτόν τη θεοποιό έλλαμψη της Θείας Του Χάριτος.  Γι’ αυτό, η ψυχή του μοναχού που εδέχθη τη θωπεία των θείων μυστηρίων, δεν παύει να αναζητά διακαώς τον Νυμφίον της, μη ευρίσκουσα αλλού ανάπαυση παρά μόνο σ’ Αυτόν.  Σ’ όλες τις θεοφιλείς ψυχές υπάρχει πάντα μια μυστική συνάντηση του Θείου με το ανθρώπινο, μια εντελώς προσωπική συνάντηση.  Αλλ’ αυτά, «ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων».  Αυτά τα λίγα, αγαπητοί μου, είπεν ο μοναχός Ι., ας θεωρηθούν σαν μια μικρή εισαγωγή στο θέμα του μοναχισμού.  Επιτρέψατε μου τώρα να αποσυρθώ κι εγώ στο κελί μου, είπε, μετρώντας σιωπηλά το κομβοσχοίνι του.     
            - «Ευλογείτε, πάτερ μου», είπα.        
            - «Ο Κύριος», απάντησε και χάθηκε στους σκοτεινούς διαδρόμους του Μοναστηριού.   
            Σε λίγο φύγαμε κι εμείς από το μπαλκόνι και μπήκαμε στον διάδρομο με τα κελιά των μοναχών.  Κάτι ψίθυροι μ’ έκαναν να κοντοσταθώ και να αφουγκρασθώ.  Κάπου εκεί, σ’ ένα κελί, μια ψυχή, «συντετριμμένη και ταπεινωμένη» έστελνε τους «εκ βαθέων» στεναγμούς της στο Θεό.  Θυμήθηκα τα λόγια του ψαλμού: «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» και μ’ επιασε ιερόν δέος στη σκέψη ότι μέσα εκεί, στη γαλήνη των κελιών, φτερούγιζε η θεία χάρις.   

            Μια πλήρης περιγραφή του Αγίου Όρους θα χρειαζόταν, ασφαλώς, πολλές σελίδες.  Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός μας.  Αφήνουμε λοιπόν τις περιηγήσεις στα πολυάριθμα βυζαντινά  μοναστήρια, σκήτες και ερημητήρια, στους πολυσέλιδους οδηγούς που έχουν κατά καιρούς εκδοθεί.  Εκεί θα δη κανείς περιγραφή των ανεκτίμητων κειμηλίων, που φυλάσσονται στις καστροτειχισμένες Μονές.  Εκεί θα κατατοπισθεί και για τις απαραμίλλου τέχνης βυζαντινές εικόνες και αγιογραφίες, που κοσμούν τις εκκλησίες του Όρους, τις ονομαστές βιβλιοθήκες, τις περγαμηνές, τα χρυσόβουλλα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.  Σκοπός μας εδώ ήταν απλώς να μεταφέρουμε ένα μήνυμα του Όρους στη σύγχρονη υλόφρονα ανθρωπότητα.  Η εκεί παρουσία των αφιερωμένων ψυχών, που άφησαν τα πρόσκαιρα για να κερδίσουν τα αιώνια, αποτελεί αφ’ εαυτής κήρυγμα: Κήρυγμα μωρίας για τον υλιστή, αλλά κήρυγμα σοφίας Θεού για τον ευσεβή.    
            Σε λίγες μέρες αφήναμε την απόκοσμη μοναστηριακή πολιτεία και επιστρέφαμε στον κόσμο.  Καθόμαστε μέσα στο πλοιαράκι της γραμμής και κοιτάζαμε τον αγιασμένο τούτο τόπο, που ολοένα ξεμάκραινε και θυμήθηκα τα λόγια ενός μακαριστού και πολυσέβαστου Δεσπότη: «Εάν επιλάθωμαι σου, Άθω, επιλησθείη η δεξιά μου.  Κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρυγγί μου, εάν μη σου μνήσθω».  Στο βάθος, το περήφανο βουνό ανέβαινε κάθετα μέσα από τα νερά του Αιγαίου.  Ο τιτάνιος κώνος του φαινόταν να ανυψώνεται διαρκώς στον ουρανό.  Όσο εμείς απομακρυνόμαστε, τόσο εκείνος ανέβαινε, ανέβαινε: Σύμβολο μιάς ακάθεκτης ορμής προς τον κόσμο τ’ ουρανού.    
Μ.Γ.Μ.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΦΑΙΔΡΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΗΡΥΓΜΑ










ΤΟ ΦΑΙΔΡΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΗΡΥΓΜΑ

Περιοδικό "Ορθόδοξη Μαρτυρία" Τεύχος 1ο
Ιανουάριος - Απρίλιος 1981

            Μέσα στο φέγγος της λαμπροφόρου Αναστάσεως, που σ’ όλη την πληρότητα του αντανακλά στην αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, απευθύνω τον εόρτιο χαιρετισμό: «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ».  Είναι ο ίδιος ακριβώς χαιρετισμός που ένας νεώτερος όσιος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Σεραφείμ απηύθυνε στους επισκέπτες του, βγαίνοντας από το φτωχικό του κελλί στα βάθη της ερήμου του Σάρωφ! «Καλημέρα, Χριστός Ανέστη! Χαρά μου!» Και ήταν για τον άγιο, ο αναστάσιμος χαιρετισμός απαύγασμα εσωτερικού βιώματος, όπως είναι και για την ορθόδοξη παράδοση ανακεφαλαίωση της σωτηριώδους του Θεού οικονομίας.                
            «Ο της σωτηρίας ορεγόμενος πάντων ανθρώπων Θεός, και πεινών αυτών την εκθέωσιν…» κατά τον άγιον Μάξιμο, «ανελθών εν τω Σταυρώ» και «μέχρις άδου κατελθών», «την αθανασίαν επήγασεν ανθρώποις» και το ζωοποιόν φώς της ζωηφόρου αναστάσεως έλαμψε στον κόσμο.   
            Έτσι η μητρόπολη των εορτών γίνεται φορέας φαιδρών και ουρανίων μηνυμάτων και «αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μια των σαββάτων η βασιλίς και κυρία» μετατρέπεται σε «εορτών εορτήν και πανηγύριν πανηγύρεων».  Τι είναι όμως αυτό που την ανάσταση μετατρέπει σε βασίλισσα των εορτών;  Ακόμα, πιο είναι το «φαιδρόν της αναστάσεως κήρυγμα;»         
            Κατά τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που βιώνεται εμπειρικά, τριττόν είναι το μήνυμα της Αναστάσεως: 
α) Λύτρωση από την αμαρτία.          
β) Κατάργηση του θανάτου. 
γ) Ανακαίνιση της κτίσεως.   
α) Λύτρωση από την αμαρτία:        
            Ο Θεός πλαστουργεί τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και τον θέτει στον παράδεισο «προς απόλαυσιν και τρυφήν».  Δημιουργείται δηλ. ο άνθρωπος σαν ένας θεός «κατά χάριν», προορισμένος για την μακαριότητα, «σύμμορφος της εικόνος του Θεού». (Ρωμ. 8’ 29).  «Γι’ αυτό μας δημιούργησε ο Θεός, για να γίνομε κοινωνικοί της θείας φύσεως και μέτοχοι της δικής του αϊδιότητας και να φανούμε όμοιοι μ’ αυτόν», αναφέρει ο άγιος Μάξιμος.  Έτσι ο προπτωτικός άνθρωπος κατακοσμήθηκε με μοναδικά χαρίσματα και οι πατέρες της Εκκλησίας μας δεν φείδονται επιθέτων και χαρακτηρισμών για να περιγράψουν το ανθρώπινο μεγαλείο.  Ο Μ. Βασίλειος έλεγε πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που έλαβε την διαταγή να γίνει Θεός
· και στη Σοφία Σολοφώντος αναφέρεται πως ο Θεός έκτισε τον άνθρωπο «επ’ αφθαρσία και εικόνα της ίδιας αϊδιότητος». (Σοφ. Σολομ. 2’ 23).  Πως όμως αυτή η κορωνίδα της δημιουργίας καταλήγει στην εξορία και  «απεκδύεται την θεοϋφαντον στολήν;» (Αποστιχ. Εσπερ. Τυροφαγου).  Πως ο «δόξη και τιμη» στεφανωμένος και «ηλαττωμένος βραχύ τι παρ’ αγγέλους», εκδιώκεται της τρυφής του παραδείσου;  Η παράβαση της εντολής του Θεού με τον φθόνο και την πανουργία του διαβόλου έφερε τα τραγικά αυτά αποτελέσματα.  Έτσι «εκάθισεν Αδάμ απέναντι του παραδείσου και την ίδια γύμνωσιν θρηνών ωδύρετο· οίμοι τον απάτη πονηρά πεισθέντα και κλαπέντα και δόξης μακρυνθέντα…» (Δοξαστ. εσπερ. Τυρινής).   
            Ο Αδάμ – ο άνθρωπος – μετά την παρακοή αντιλαμβάνεται την απώλεια και τις αντιθέσεις μεταξύ προπτωτικής και μεταπτωτικής καταστάσεως και μονολογεί: «Οίμοι, ου φέρω το όνειδος
· ο ποτέ βασιλεύς των επιγείων πάντων κτισμάτων νυν αιχμάλωτος ώφθην… και ο πότε δόξαν αθανασίας ημφιεσμένος, της νεκρώσεως την δοράν ως θνητός ελεεινώς περιφέρω». (Ιδιόμελω αίνων Τυρινής).      
            Ποια ήσαν τα αποτελέσματα της πτώσεως; 
            Ο άνθρωπος μετασχηματίζεται σε θνητή ύπαρξη, ο θάνατος εισέρχεται και κυριεύει τον άνθρωπο, η αμαρτία τυρρανεί το ανθρώπινο γένος, ο Αδάμ στερείται της κοινωνίας του Θεού και έτσι η εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο αμαυρώνεται.  Η ανθρώπινη φύση διαιρείται, μερίζεται και χωρίζεται.  Ο χωρισμός από τον Θεό είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο όπως και ο άγιος Ειρηναίος αναφέρει: «Κοινωνία Θεού ζωή και φως
· χωρισμός δε Θεού, θάνατος». (Κατά αιρέσεων V, 27,2).  Βλέπομεν, επομένως, ότι η αμαρτία εισέρχεται στον κόσμο μετά την πτώση σαν συνεπακόλουθο της παρακοής.            
            «Η αμαρτία δεν ανήκει εις την ανθρώπινη φύσιν», όπως αναφέρει ο π. Γ. Φλωρόφσκυ, «αλλά είναι κάτι το παρείσακτον, εν παρά φύσιν επιγέννημα», κάτι το αφύσικο, το αταίριαστο, ένα ψεγάδι ανάρμοστο στην ανθρώπινη φύση.  Ο Μ. Βασίλειος εξ άλλου στον ασκητικό του λόγο αναφέρει πως «ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού εγένετο και ομοίωσιν
· η δε αμαρτία το κάλος της εικόνος ηχρείωσε…»        
            Τι είναι όμως αμαρτία από χριστιανικής απόψεως; 
            Η ουσία της αμαρτίας συνιστάται στην αποστασία απ’ την αιώνια θεία ζωή για την οποία κτίστηκε ο άνθρωπος και στην οποία εκ φύσεως κλήθηκε (Γ.  Σιλουανός σ. 150) και αρχίζει από το σημείο της συγκαταθέσεως της θελήσεως σε κάτι παρείσακτο, σε κάτι ξένο προς την ανθρώπινη φύση, σε μια σκέψη, μια εικόνα. Ο Κύριος όμως καταλύει το κράτος και την εξουσία της αμαρτίας.  Ο Απ. Παύλος λέγει ότι «ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολλοί» (Ρωμ. 5’ 19.)  Το χειρόγραφο των αμαρτιών μας  «τω Σταυρώ προσήλωσε» και δια της αναστάσεως του ανοίγει ξανά την «κεκλεισμένην οδόν», τον δρόμο της θεώσεως ο οποίος αποτελεί τον έσχατο σκοπό του ανθρώπου.  Σταυρός και Ανάσταση, ο Γολγοθάς και το καινό μνημείο αποτελούν από κοινού το μέσο λυτρώσεως από τα δεσμά της αμαρτίας, γιατί «αν ο τρυγητός στην Ανάσταση επετελέσθη, η καρποφορία δια του Σταυρού και του Πάθους ετελεσιουργήθη».  Σταυροαναστάσιμη είναι και η ζωή της Εκκλησίας.  Όλα στην ορθοδοξία είναι σταυροαναστάσιμα.  Όλοι και όλα σταυρώνονται για να αναστηθούν με το Χριστό.  Σταυροαναστάσιμη πρέπει να είναι και η ζωή του καθενός μας.  

β) Κατάργηση του θανάτου 
            «Με την απομάκρυνσιν της και τον χωρισμό της από τον Θεόν, όπως αναφέρει διαπρεπής θεολόγος, η ανθρώπινη φύσις αποσυνετέθη και διελύθη.  Και ο δεσμός ψυχής και σώματος κατέστη άστατος…  Και έγινε φανερόν ότι ο θάνατος ως χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ήταν πλέον κάτι το αναπόφευκτον αφού ο δεσμός μεταξύ αυτών των δύο είχε καταντήσει τόσον χαλαρός» (Φλωρόσκυ).      
            Ο θάνατος επομένως δεν είναι φυσικός, είναι «παρά φύσιν» όπως και η αμαρτία.  Ο Αδάμ «όσον αφίστατο της ζωής, τοσούτον προσήγγιζε τω θανάτω.  Ζωή γαρ ο Θεός
· στέρησις δε της ζωής, θάνατος.  Ώστε εαυτώ τον θάνατον ο Αδάμ δια της αναχωρήσεως του Θεού κατεσκεύασε» (Μ. Βασίλειος M.P.G. 31, 345 A).        
            Αιτία του θανάτου υπήρξεν η αμαρτία η οποία από τον Απ. Παύλο ονομάζεται «κέντρον του θανάτου» (Α’ Κορινθ. 15, 56).          
            Ο κοπετός και ο θρήνος όμως του θανάτου εσίγησε με την Ανάσταση.  Ο Χριστός κατέρχεται «εν τοις κατωτάτοις της γής» και «συντρίβει μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων».  Πατά τον θάνατον με το θάνατό Του και «σκυλεύει» το βασίλειο του άδη.  «Ο άδης στένων βοά
· κατελύθη μου η εξουσία… κατεπόθη μου το κράτος» (στιχ. Εσπ. Μ. Σαββ.).  Με την ανάσταση ο «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». (Α’ Κορ. 15’ 26).  Ο Θεάνθρωπος με την παρουσία του στον άδη ζωοποιεί τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο τον θάνατο.  Η ανάσταση Του γίνεται έτσι η διαπόμπευση της αδυναμίας του θανάτου.  «Θάνατος ουκέτι κυριεύει».  Ο θάνατος στο πρόσωπο του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού, σκυλεύεται, συρρικνώνεται, εκμηδενίζεται.  Ο εξόριστος άνθρωπος «αφθαρσίας ενδύεται ευπρέπειαν».          
            Ο μακαριστός γέροντας Ιουστίνος Πόποβιτς αναφέρει πως «δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρώπινη φύσις έγινε φοβερά και δι’ αυτόν τον θάνατο.  Προ της Αναστάσεως του Χριστού, ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον
· από της Αναστάσεως του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον.  Εάν ζη διά της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον, ο άνθρωπος ζη υπεράνω του θανάτου.  Καθίσταται απρόσβλητος από τον θάνατον»  (Άνθρωπ. Και Θεάνθρ. σ. 40).    
            Με τον αναστάντα Χριστόν συναναστήθηκε ολόκληρη η ανθρωπότητα.  Ο θάνατος του Θεανθρώπου έγινε αιτία ζωής και σωτηρίας.      
            «Μηδείς φοβείσθω θάνατον
· ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο θάνατος του Σωτήρος·      Έσβεσεν αυτόν υπ’ αυτού κατεχόμενος   
            Εσκύλευσε τον άδην, ο κατελθών εις τον άδη                                                           ...        
            Πού σου θάνατε το κέντρον; Πού σου άδη το νίκος;
            Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι.         
            Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται.           
            Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς επί μνήματος.    
            Χριστός γαρ έγερθεις εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο».     
(Κατηχητικός Λόγος Ι.  Χρυσοστόμου)          
            Έκτοτε και δια της λαμπροφόρου αναστάσεως ο θάνατος χάνει την δύναμη που είχε, δεν είναι ο παντελής αφανισμός, αλλά μετατρέπεται σε ύπνο («ύπνος γαρ τοις δικαίοις ο θάνατος» κατά τον Χρυσόστομο) είναι άνεση («Θάνατος δικαίοις άνεσις»).  Είναι ακόμα κοίμηση.  Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει χαρακτηριστικά:  «Δεν πεθαίνουν οι χριστιανοί αλλά κοιμούνται και καθεύδουν, γιατί πριν από την παρουσία του Χριστού, ο θάνατος λεγόταν θάνατος, επειδή όμως ο Χριστός πέθανε υπέρ του κόσμου, ο θάνατος δεν ονομάζεται θάνατος αλλά ύπνος και κοίμηση και ο τόπος κοιμητήριο».  Ο Μ. Βασίλειος εξ’ άλλου αναφέρει πως δεν πρέπει να θρηνούμε τον θάνατο των οσίων ανδρών « αλλά μάλλον τας γενέσεις και τας εις ζωήν ταύτην παρόδους».      
            Συνοψίζοντας τη νίκη             του Χριστού κατά του θανάτου θα λέγαμε πως με την ανάσταση, δόθηκε και πάλι η δυνατότητα στον μεταπτωτικό άνθρωπο να αναμορφώσει το αρχέτυπο κάλλος της εικόνας του Θεού που κρύβει μέσα του.       
γ) Ανακαίνιση της κτίσεως              
            «Η ανταπόδωσις των αμαρτωλών υπάρχει η κόλασις, αλλ’ ο Θεός αντί της δικαίας ταύτης ανταποδώσεως παρέχει εις τους ειλικρινώς μετανοούντας αμαρτωλούς ανάστασιν, και αντί της τιμωρίας των σωμάτων, των καταπατησάντων τον νόμο αυτού, ενδύει αυτούς τελείαν αφθαρσίας δόξαν» αναφέρει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
            Μια νέα δημιουργία παρουσιάζεται με την ανάσταση, απαλλαγμένη από την αμαρτία και τον θάνατο.  Καινοποιείται ο άνθρωπος.  «Παράγεις γαρ τα σύμπαντα και καινοποιείς σαββατίζων, Σωτήρ μου και ανακτώμενος».  Έτσι ο θάνατος μετατρέπεται σε αθανασία, η φθορά σε αφθαρσία, η ακοσμία σε κόσμο, η πτώση σε ανάσταση, ο οδυρμός σε ευφροσύνη, η έξοδος απ’ τις θύρες του Παραδείσου σε θριαμβευτική επάνοδο «κατά χάριν».  Η ανάσταση έγινε η θεραπεία και ανακαίνιση του φθαρτού κόσμου.  «Τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορινθίους 5’ 17).         
            Γράφει ο π. Ι. Πόποβιτς: «Οι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον
· ο Θεός όμως δια της αναστάσεως Του καταδικάζει τους ανθρώπους εις αθανασίαν· δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς· δια τας ύβρεις τας ευλογίας· δια τον θάνατον την αθανασίαν.  Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν τον εσταύρωσαν και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη.  Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ’ ο Θεός δια της αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθάνατους». (Ανθρ, και Θεάνθρ. σ. 40).  
            Με την ανάσταση απόκαταστάθηκαν οι δυνατότητες για μια νέα ζωή του καινού ανθρώπου, του αφθαρτοποιημένου και αθάνατου ανθρώπου.  Η ανάσταση αποκτά καθολική σημασία για την ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου, και η πίστη στην ανάσταση του Χριστού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση συμμετοχής στην αιώνια ζωή, κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης:  «εισέρχεται κανείς εις την αιώνιον ζωήν δια του βαπτίσματος και της Αναστάσεως». 
            Σαν επίλογος δυό λόγια από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη:       
            «Ημείς συνανέστημεν με τον Αναστάντα Χριστόν και δια της πίστεως και του αγίου Βαπτίσματος, του εις τύπον γενομένου της ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου.  Άμποτε, λοιπόν, να ζήσωμεν μιαν καινούριαν πολιτείαν, ήτις πρέπει εις τους συναναστηθέσας με τον Δεσπότη Χριστόν, καθώς μας παραγγέλλει ο Παύλος: «ίνα, ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρτών, διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6’ 4).  Ημείς εμάθομεν σήμερον από τον αναστάντα μιαν καινούριαν ζωήν.  Λοιπόν άμποτε να φυλάγωμεν αυτήν μέχρι τέλους, έχοντες καινούργιους συλλογισμούς, λαλούντες καινούρια λόγια και πράττοντες καινούρια έργα άξια της του Χριστού καινής Αναστάσεως».

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ